γουρούνι

γουρούνι
το (Μ γουρούνιον και γουρούνιν)
1. χοίρος
2. άνθρωπος βρόμικος και άξεστος
3. φρ. «αγοράζω γουρούνι στο σακί» — παίρνω οτιδήποτε χωρίς να το εξετάσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γουρούνι < μσν. γουρούνι(ο) ν < αρχ. γρώνα «θηλυκό γουρούνι» (Ησύχ.) (αν πρόκειται για ορθά αναγνωσμένο τ.)
πρβλ. επίσης πληθ. γρωνάδες.
ΠΑΡ. νεοελλ. γουρουνάκι, γουρουνάς, γουρουνήσιος, γουρουνιά, γουρουνίζω, γουρουνοπούλα, γουρουνόπουλο.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριογούρουνο, βρομογούρουνο, γουρουνάνθρωπος, γουρουνοβοσκός, γουρουνοειδής, γουρουνομαθημένος, γουρουνομάντρι και γουρουνομάντρα, γουρουνόμουτρο, γουρουνομύτης, γουρουνοπέτσι και γουρουνόπετσο, γουρουνοτόμαρο, γουρουνότριχα, γουρουνοτσάρουχο, χοντρογούρουνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γουρούνι — το 1. οχοίρος: Τα Χριστούγεννα σφάζει πάντα ένα γουρούνι για να ταΐσει τους καλεσμένους του. 2. μτφ., άνθρωπος βρόμικος, άξεστος, αναίσθητος, χυδαίος: Τρώει σαν γουρούνι, γι’ αυτό παχαίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

  • σίαλος — (I) ο, ΝΜΑ το σάλιο, αλλ. σίαλο(ν) και σίελο(ν) και σίελος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίαλον / σίελον κατά τα αρσ.]. (II) και σίελος, ὁ, Α 1. ο παχύς και τρυφερός χοίρος, το θρεφτάρι 2. πάχος, λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • υϊκός — και ὑεικός, ή, όν, Α [ὗς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χοίρους, γουρουνήσιος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑϊκή φόρος που επιβαλλόταν στους κατόχους χοίρων 3. φρ. α) «πάσχω τι ὑϊκόν» υφίσταμαι κάτι το χυδαίο, το ποταπό (Ξεν.) β) «ὑεικόν τι… …   Dictionary of Greek

  • хавронья — свинья . Вероятно, от ж. имени собств. др. русск. Ховърония, уменьш. Ховря, укр. Хiвря из греч. Φεβρωνία; см. Соболевский, Лекции 53. Неприемлемо сравнение с др. прусск. skawra, skewre свинья (Брюкнер, KZ 51, 238) или предположение о… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • βοιώτιος — βοιώτιος, α, ον (Α) 1. ο βοιωτικός 2. ο βλάκας 3. φρ. α) «βοιώτιον μέλος» άτεχνη μελωδία 6) «βοιώτιον ὗς» γουρούνι της Βοιωτίας, λαίμαργος, κοιλιόδουλος δ) «βοιώτιος νόμος» είδος κιθαρωδικής μελωδίας …   Dictionary of Greek

  • γουρουνήσιος — ια, ιο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο ή προέρχεται απ αυτόν 2. εκείνος που ταιριάζει σε γουρούνι, βρομερός, χυδαίος …   Dictionary of Greek

  • γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • δέλφαξ — ο (Α δέλφαξ, ο, η) νεοελλ. μικρό πηδητικό Έντομο τής οικογένειας τών δελφακιδών αρχ. χοίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλφαξ, που σχηματίζεται όπως τα κόραξ, σκύλαξ κ.ά., είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από κάποια αρχαία λ. με σημ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωολατρία — Θρησκευτικός όρος που αναφέρεται στη θεοποίηση των ζώων και στην απόδοση λατρείας σε αυτά, που οφείλεται είτε στην εξαιρετική τους δύναμη είτε στην υπεροχή τους ως προς κάποια ιδιότητα έναντι του ανθρώπου. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, έχοντας διακρίνει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”